βουκολικά

βουκολικά
βουκολικός
rustic
neut nom/voc/acc pl
βουκολικά̱ , βουκολικός
rustic
fem nom/voc/acc dual
βουκολικά̱ , βουκολικός
rustic
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βουκολικάν — βουκολικά̱ν , βουκολικός rustic fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουκολικάς — βουκολικά̱ς , βουκολικός rustic fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουκολικός — ή, ό (AM βουκολικός, ή, όν) [βουκόλος] 1. αγροτικός, ποιμενικός 2. είδος της λυρικής ποίησης με κυριότερο εκπρόσωπο τον Θεόκριτο («βουκολικὴ ποίηση», «βουκολικὴ ἀοιδά», «βουκολικὰ ἔπη») 3. Βουκολικά, τα συλλογή δέκα ποιημάτων του Βεργιλίου 4. φρ …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • ποιμενική λογοτεχνία — Λογοτεχνική δημιουργία, που εμπνέεται από τον κόσμο των ποιμένων (βουκόλων) που παρουσιάζεται εξιδανικευμένος όσον αφορά στο περιβάλλον, τη ζωή και τα αισθήματα του. Κατά καιρούς εκφράστηκε με διάφορους τρόπους: στην ποίηση (το ειδύλλιο, η… …   Dictionary of Greek

  • буко́лика — и, ж. лит. Род поэзии, идеализированно изображавший пастушескую жизнь; пастораль. [От греч. βουκολικα пастушеская поэзия] …   Малый академический словарь

  • ФЕОКРИТ —    • Theocrĭtus,          Θεόκριτος, буколический поэт, родом из Сиракуз, жил ок. 252 г. до Р. X. Обстоятельства его жизни малоизвестны; проживал то в Александрии, где за свою ученость и образованность пользовался покровительством Птолемея… …   Реальный словарь классических древностей

  • MODULATIO — in pastionibus inventa primum, vel naturae impulsu, vel avicularum imitatione, velarborum sibilis, otium enim (quale Pastores agunt, cum Aratores in opere sint) voluptatis ac lasciviae pater. Et quidem duae species Cantolenarum natae sic sunt:… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PASTORALE Carmen — omnium vetustissimum. Namque cum tria sint saeculorum genera, Pastoris, Venatoris, Aratoris, Venatores quidem, quia sunt in motu, minus ad verba propensi exsistunt. Quin neutiquam faustum putamus in venatu loqui, nedum ut cantus aptus iudicetur.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ιούνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. I. Γαλλίων (1ος αι. μ.Χ.). Ρήτορας. Ήταν συνήγορος της πρώτης αυτοκρατορικής περιόδου. Καταγόταν από την Ισπανία, ήταν φίλος του Σενέκα του πρεσβύτερου και υιοθέτησε τον γιο του, Νοβάτο. Φίλος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”